- γαυλικος
- γαυλικόςv. l. γαυλιτικός 3являющийся торговым грузом или корабельный
(χρήματα Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρήματα Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γαυλικός — γαυλικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο … Dictionary of Greek
γαυλικά — γαυλικός of neut nom/voc/acc pl γαυλικά̱ , γαυλικός of fem nom/voc/acc dual γαυλικά̱ , γαυλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυλικῶν — γαυλικός of fem gen pl γαυλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)